νανοσωμία
Смотреть что такое "νανοσωμία" в других словарях:
νανοσωμία — η νανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomia < νεολατ. nanosomia < nano (< νᾶνος) + somia (< σῶμα)] … Dictionary of Greek
νανοκορμία — η ιατρ. νανοσωμία, νανισμός … Dictionary of Greek
νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek