νανοσωμία

νανοσωμία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νανοσωμία" в других словарях:

  • νανοσωμία — η νανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomia < νεολατ. nanosomia < nano (< νᾶνος) + somia (< σῶμα)] …   Dictionary of Greek

  • νανοκορμία — η ιατρ. νανοσωμία, νανισμός …   Dictionary of Greek

  • νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»